- Ἀρχίδημος
- Ἀρχίδημοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρχίδημος ο Ταρσεύς — (2ος αι. π.Χ.).Στωικός φιλόσοφος. Δίδασκε ότι η ευτυχία βρίσκεται στην εκπλήρωση του καθήκοντος … Dictionary of Greek
Ἀρχιδήμου — Ἀρχίδημος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρχίδημον — Ἀρχίδημος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek